- ιπποΐατρος
- ἱπποΐατρος, ὁ (Μ)βλ. ιππίατρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππίατρος — ο (ΑΜ ἱππίατρος, Α και ἱππιατρός, Μ και ἱπποϊατρός) ο ειδικός στη θεραπεία τών ίππων, γιατρός τών αλόγων … Dictionary of Greek